εξελιγμένος

εξελιγμένος
και εξειλιγμένος, -η, -ο (AM έξειλιγμένος)
ξεδιπλωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά
2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη
εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι διαγράφεται από το ένα άκρο νήματος που έχει σταθερό μήκος και είναι περιτυλιγμένο γύρω από τη δοθείσα καμπύλη, καθώς το νήμα ξετυλίγεται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εντελώς τεντωμένο, ενώ το άλλο άκρο του είναι σταθερά συνδεδεμένο με ένα σημείο τής δοθείσας καμπύλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξελιγμένος — η, ο που έχει υποστεί εξέλιξη, προοδευμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξελίσσομαι — εξελίσσομαι, εξελίχθηκα και εξελίχτηκα, εξελιγμένος βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: εξελίσσομαι : απαντάται σπάνια στην ενεργητική φωνή (εξελίσσω) με την έννοια → αναπτύσσω, βελτιώνω προοδευτικά. Η μτχ. εξελιγμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξελίσσω — εξέλιξα, εξελίχτηκα, εξελιγμένος, μτβ. 1. μετασχηματίζω κάτι με βαθμιαίες μεταβολές, το μεταμορφώνω, του δίνω άλλη μορφή: Πρέπει να εξελίξεις τις δυνατότητές σου. 2. το μέσ., εξελίσσομαι διαμορφώνομαι βαθμιαία, μεταβάλλομαι με τον καιρό, αλλάζω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • λευκώδης — ώδες (Μ λευκώδης, ῶδες) [λευκός] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδης ζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκό μσν. λευκός, άσπρος …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκόντορος — Κωπήλατο πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, εξελιγμένος τύπος αιγυπτιακών και φοινικικών σκαφών. Το πλοίο αυτό δεν είχε κατάστρωμα και είχε, σε κάθε πλευρά, 25 κωπηλάτες. Ο Όμηρος αναφέρει πολεμικά πλοία με 50 κουπιά, δεν τα ονομάζει όμως πεντηκοντόρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”