εξελιγμένος — η, ο που έχει υποστεί εξέλιξη, προοδευμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξελίσσομαι — εξελίσσομαι, εξελίχθηκα και εξελίχτηκα, εξελιγμένος βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: εξελίσσομαι : απαντάται σπάνια στην ενεργητική φωνή (εξελίσσω) με την έννοια → αναπτύσσω, βελτιώνω προοδευτικά. Η μτχ. εξελιγμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξελίσσω — εξέλιξα, εξελίχτηκα, εξελιγμένος, μτβ. 1. μετασχηματίζω κάτι με βαθμιαίες μεταβολές, το μεταμορφώνω, του δίνω άλλη μορφή: Πρέπει να εξελίξεις τις δυνατότητές σου. 2. το μέσ., εξελίσσομαι διαμορφώνομαι βαθμιαία, μεταβάλλομαι με τον καιρό, αλλάζω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
λευκώδης — ώδες (Μ λευκώδης, ῶδες) [λευκός] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδης ζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκό μσν. λευκός, άσπρος … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
πεντηκόντορος — Κωπήλατο πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, εξελιγμένος τύπος αιγυπτιακών και φοινικικών σκαφών. Το πλοίο αυτό δεν είχε κατάστρωμα και είχε, σε κάθε πλευρά, 25 κωπηλάτες. Ο Όμηρος αναφέρει πολεμικά πλοία με 50 κουπιά, δεν τα ονομάζει όμως πεντηκοντόρους … Dictionary of Greek